ζωογονώ — ζωογονώ, ζωογόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζωογονώ — (AM ζωογονῶ, έω) [ζωογόνος] 1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση») 2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά νεοελλ. αποκτώ ζωή αρχ. 1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ»,… … Dictionary of Greek
ζωογονῶ — ζωογονέω propagate pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζωογονέω propagate pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογόνῳ — ζωόγονος producing animals masc/fem/neut dat sg ζωογόνος 2 masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳογόνῳ — ζῳογόνος 1 masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογόνωι — ζωογόνῳ , ζωόγονος producing animals masc/fem/neut dat sg ζωογόνῳ , ζωογόνος 2 masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοποιώ — (AM ζωοποιῶ, έω) [ζωοποιός] 1. δημιουργώ ζωή, δίνω ζωή, ζωογονώ, αναζωογονώ, κάνω κάποιον ζωντανό 2. ενισχύω κάποιον ηθικά, εμψυχώνω, τονώνω μσν. 1. αφήνω να ζήσει κάποιος, κρατώ κάποιον στη ζωή 2. μέσ. ζωοποιοῡμαι παίρνω ζωή 3. φρ. (για γυναίκα) … Dictionary of Greek
αζωογόνητος — η, ο [ζωογονώ] αυτός που δεν ζωογονήθηκε ή δεν μπορεί να ζωογονηθεί … Dictionary of Greek
βιώσκομαι — (Α) 1. ζωογονώ, διατηρώ στη ζωή 2. αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) του αορ. εβίων (βλ. βιώ ΙΙ) + (επίθημα) σκω] … Dictionary of Greek
εκζωπυρώ — ἐκζωπυρῶ ( έω) (Α) 1. (για φωτιά) ανάβω ζωηρά 2. εντείνω, ζωογονώ 3. γεν. ανανεώνω … Dictionary of Greek